πολυάνωρ

πολυάνωρ
-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής
2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα
3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» — ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία
β) «γυνή πολυάνωρ» — γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μεγ-άνωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυάνορα — πολυά̱νορα , πολυάνωρ with many men masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνορι — πολυά̱νορι , πολυάνωρ with many men masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνορος — πολυά̱νορος , πολυάνωρ with many men masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”